Loading

ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ

ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΥ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΥ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΥ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ

Όγκοι ωοθηκών οριακής κακοήθειας

Οι όγκοι ωοθήκης οριακής κακοήθειας (Borderline Tumor) αποτελούν περίπου το 15% όλων των επιθηλιακών όγκων της ωοθήκης και η μέση ηλικία εμφάνισης είναι περίπου 10 χρόνια μικρότερη από την ηλικία εμφάνισης του καρκίνου ωοθηκών.
Το πιο συνηθισμένο σύμπτωμα είναι το κοιλιακό άλγος, η αύξηση της περιμέτρου της κοιλίας και η κοιλιακή διάταση από την κοιλιακή μάζα, ενώ το 23% των ασθενών είναι ασυμπτωματικοί τη στιγμή της διάγνωσης.

ogkoi wothikis

Σταδιοποίηση

Η ολοκληρωμένη σταδιοποίηση των όγκων αυτών αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό προγνωστικό παράγοντα και είναι πάντοτε αποκλειστικά χειρουργική. Σε αντίθεση με τους κακοήθεις επιθηλιακούς όγκους, οι όγκοι οριακής κακοήθειας ανευρίσκονται συνήθως σε αρχικά στάδια.

Η σταδιοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με την ταξινόμηση κατά FIGO για τον καρκίνο ωοθηκών. Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο της σταδιοποίησης είναι η περιγραφή των εμφυτεύσεων, οι οποίες επηρεάζουν την πρόγνωση.

Από αρκετούς προτείνεται πλήρης σταδιοποίηση στους όγκους οριακής κακοήθειας. Ωστόσο, οι κατευθυντήριες οδηγίες συστήνουν βιοψίες του πυελικού περιτοναίου (ουροδόχος κύστη, πυελικό τοίχωμα, δουγλάσσειος), του κοιλιακού περιτοναίου (παρακολικές αύλακες, διάφραγμα), του επιπλόου, του εντερικού βλεννογόνου και του μεσεντερίου και των λεμφαδένων.

Οι δυο κυριότεροι ιστολογικοί τύποι είναι ο ορώδης και ο βλεννώδης, με πιο συχνό τον ορώδη τύπο.

Οι ορώδεις όγκοι θεωρούνται ότι προέρχονται από το βλαστικό επιθήλιο, ενώ οι βλεννώδεις όγκοι δεν έχουν μια σαφώς καθορισμένη προέλευση. Υπάρχουν δεδομένα που υποδηλώνουν ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι όγκοι αυτοί προέρχονται από τη σκωληκοειδή απόφυση και για το λόγο αυτό θα πρέπει να πραγματοποιείται σκωληκοειδεκτομή κατά τη χειρουργική αντιμετώπιση.

Οι βλεννώδεις όγκοι προσομοιάζουν σημαντικά με καλοήθεις ομόλογούς τους και έχουν μεγάλες, πολύχωρες κύστεις με λείες επιφάνειες. Το επιθηλιακό στρώμα χαρακτηρίζεται από διαστρωμάτωση σε 2-3 στοιβάδες, με πυρηνική ατυπία, διευρυμένους πυρήνες και μιτώσεις.

Περίπου το 25% των όγκων οριακής κακοήθειας έχουν διάσπαση στην εξωτερική επιφάνεια της βλάβης, χωρίς ένδειξη ανάπτυξης από την εσωτερική επιφάνεια. Από αυτούς, περίπου 90% αναπτύσσουν περιτοναϊκές εμφυτεύσεις, από τις οποίες μόνο το 4% των περιπτώσεων δεν παρουσιάζουν διάσπαση της μεμβράνης.

Οι περιτοναϊκές εμφυτεύσεις μπορεί να περιγράφονται διηθητικές ή μη διηθητικές. Οι μη διηθητικές εμφυτεύσεις είναι αδενικές ή θηλώδεις κυτταρικές αθροίσεις, ενώ μπορεί να ανευρεθούν και ψαμμώδη σωμάτια, κυτταρική ατυπία και δεσμποπλαστικά ινώδη στοιχεία. Οι διηθητικές έχουν παρόμοια εμφάνιση, αλλά παρουσιάζεται σαφής διήθηση του στρώματος.

Στάδιο Ι

Ο όγκος περιορίζεται σε μια ή και στις δύο ωοθήκες. Το στάδιο Ι χωρίζεται σε στάδιο ΙΑ, ΙΒ, ΙC.

Ο όγκος εντοπίζεται στο εσωτερικό μιας ωοθήκης.

Ο όγκος εντοπίζεται στο εσωτερικό και των δυο ωοθηκών.

Ο όγκος εντοπίζεται σε μια ή και στις δυο ωοθήκες και συμβαίνει ένα από τα παρακάτω:

Στάδιο ΙΙ

Ο όγκος περιορίζεται σε μια ή και στις δύο ωοθήκες και έχει επεκταθεί και σε άλλες περιοχές της πυέλου. Το στάδιο ΙΙ χωρίζεται σε στάδιο ΙΙΑ, ΙΙΒ, ΙΙC.

Ο όγκος έχει επεκταθεί στην μήτρα ή / και στα εξαρτήματα (ωοθήκες, σάλπιγγες).

Ο όγκος έχει επεκταθεί σε άλλες θέσεις μέσα στην πύελο.

Ο όγκος περιορίζεται σε μια ή και στις δύο ωοθήκες και έχει επεκταθεί στη μήτρα ή / και στα εξαρτήματα (ωοθήκες, σάλπιγγες), ή σε άλλες θέσεις μέσα στην πύελο και συμβαίνουν ένα από τα παρακάτω:

Στάδιο ΙΙΙ

Στο στάδιο ΙΙΙ ο όγκος περιορίζεται σε μια ή και στις δύο ωοθήκες και έχει επεκταθεί εκτός της πυέλου, στην κοιλιακή χώρα ή / και στους λεμφαδένες. Το στάδιο ΙΙΙ χωρίζεται σε στάδιο ΙΙΙΑ, ΙΙΙΒ, ΙΙΙC.

Ο όγκος περιορίζεται στην πύελο, αλλά έχουν βρεθεί μικροσκοπικές μεταστάσεις στο περιτόναιο (ιστός που επενδύει το κοιλιακό τοίχωμα εσωτερικά και τα ενδοκοιλιακά όργανα), στο λεπτό έντερο ή στον ιστό που συνδέει το λεπτό έντερο με το πυελικό τοίχωμα.

Ο όγκος έχει επεκταθεί στο περιτόναιο και οι μεταστάσεις έχουν μέγεθος μικρότερο από 2 εκατοστά.

Ο όγκος έχει επεκταθεί στο περιτόναιο και οι μεταστάσεις έχουν μέγεθος μεγαλύτερο από 2 εκατοστά ή / και υπάρχει μετάσταση στους λεμφαδένες.

Η επέκταση του όγκου στην επιφάνεια του ήπατος θεωρείται επίσης νόσος σταδίου III.

Στάδιο IV

Υπάρχουν μεταστάσεις σε περιοχές εκτός της κοιλίας, όπως οι πνεύμονες και το εσωτερικό του ήπατος. Η ύπαρξη κακοήθων κυττάρων στο υγρό γύρω από τον πνεύμονα θεωρείται επίσης νόσος σταδίου IV. Οι όγκοι οριακής κακοήθειας σχεδόν ποτέ δεν φθάνουν στο στάδιο IV.

Ιστολογία

Σύμφωνα με τους Dietel και Hauptmann τα ιστολογικά χαρακτηριστικά των όγκων οριακής κακοήθειας είναι τα εξής:

Παράμετροι θεραπείας

Για τους όγκους σταδίου ΙΙ – IV δεν υπάρχει καθιερωμένη θεραπευτική αντιμετώπιση. Παρόλο που αυτές οι γυναίκες εξακολουθούν να έχουν υψηλά ποσοστά 5-ετούς επιβίωσης σε σύγκριση με τον αντίστοιχο καρκίνο των ωοθηκών, η πρόγνωση επιδεινώνεται όσο αυξάνεται το στάδιο.

Η καθιερωμένη αρχική θεραπεία των όγκων οριακής κακοήθειας είναι η χειρουργική αφαίρεση του όγκου και η ιστολογική εξέταση. Ωστόσο, η μετεγχειρητική διαχείριση δεν είναι καθόλου σαφής. Μέχρι σήμερα, καμία θεραπευτική επιλογή δεν έχει αποδειχθεί να βελτιώνει σαφώς την έκβαση και να υπερτερεί.

Ωστόσο, το αρχικό στάδιο της νόσου, το είδος της χειρουργικής επέμβασης, η μετεγχειρητική θεραπεία, η μετεγχειρητική χημειοθεραπεία με βάση την πλατίνα, ακόμα και ο αριθμός των μη διηθητικών εμφυτεύσεων δεν έχουν καμία επίδραση στη συνολική επιβίωση. Μόνο η ηλικία κατά τη διάγνωση και την παρουσία διηθητικών εμφυτεύσεων, φαίνεται να επηρεάζει την πρόγνωση.

Καινοτόμες θεραπείες στην αντιμετώπιση Όγκου οριακής κακοήθειας

Οι Γυναικολόγοι Χειρουργοί – Ογκολόγοι του Κέντρου μας, Δρ. Ανδρέας Καβαλλάρης και Δημήτριος Ζυγούρης, εφαρμόζουν καινοτόμες θεραπείες για τη Λαπαροσκοπική σταδιοποίηση ασθενών με Όγκο οριακής κακοήθειας της Ωοθήκης:

Αναλυτικά για τις χειρουργικές επεμβάσεις αναλόγως του σταδίου:

Πρώιμα στάδια (I–II)

Η χειρουργική επέμβαση είναι η καθιερωμένη αντιμετώπιση για τους όγκους οριακής κακοήθειας και εξαρτάται από την επιθυμία της γυναίκας για τη διατήρηση της αναπαραγωγικής της ικανότητας.

Σε γυναίκες που επιθυμούν διατήρηση της γονιμότητας, η επέμβαση μπορεί να είναι:

Για να μειώνεται ο κίνδυνος υποτροπής της νόσου συστήνεται η αφαίρεση του υπολειπόμενου ωοθηκικού ιστού, όταν δεν είναι επιθυμητή πλέον εγκυμοσύνη.

Σε γυναίκες που δεν επιθυμούν διατήρηση της γονιμότητας η αντιμετώπιση είναι αμφοτερόπλευρη εξαρτηματεκτομή, με πιθανή υστερεκτομή.

Πρώιμα στάδια (I–II)

Η θεραπεία για τα στάδια αυτά είναι η αμφοτερόπλευρη εξαρτηματεκτομή με υστερεκτομή και επιπλεκτομή, ενώ μπορεί να πραγματοποιηθεί και λεμφαδενεκτομή.

Υποτροπές

Η θεραπεία των υποτροπών περιλαμβάνει κατά περίπτωση:

Πρόγνωση

Οι ασθενείς με όγκους οριακής κακοήθειας έχουν άριστη πρόγνωση και μάλιστα η πιθανότητα διάγνωσης της νόσου σε στάδιο Ι είναι 60%. Η μετεγχειρητική αντιμετώπιση παραμένει αμφιλεγόμενη για όλα τα στάδια της νόσου και είναι δύσκολο να συστηθεί επανεγχείρηση για σταδιοποίηση, αν και η επαρκής σταδιοποίηση είναι απαραίτητη για τον καθορισμό της πρόγνωσης.

Περίπου το 95% των όγκων οριακής κακοήθειας είναι ευπλοειδικοί και σχετίζονται με άριστη πρόγνωση και μόνο οι ανευπλοειδικοί όγκοι παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά υποτροπών. Από αρκετούς ερευνητές προτείνεται οι περιπτώσεις αυτές να αντιμετωπίζονται ως διηθητικοί όγκοι χαμηλής κακοήθειας (low grade).

Τα δεδομένα για την έκφραση ογκογονιδίων είναι μέχρι στιγμής αντικρουόμενα. Ενώ στους διηθητικούς όγκους η θετικότητα p53 και η υπερέκκριση HER2 σχετίζονται με χειρότερη πρόγνωση, στους όγκους οριακής κακοήθειας παρουσιάζουν καλύτερα ποσοστά επιβίωσης.

Υποτροπές-επιβίωση

Ασθενείς με επιβεβαιωμένη νόσο σταδίου Ι παρουσιάζουν πιθανότητα υποτροπής περίπου 15% και πενταετή επιβίωση 100%. Ωστόσο, η δεκαετής επιβίωση είναι 90-95%, ανάλογα με τον ιστολογικό τύπο.

Για τις ασθενείς με νόσο σταδίου II-IV η πρόγνωση είναι διαφορετική, καθώς όσο πιο προχωρημένο είναι στο στάδιο της νόσου τόσο χειρότερη είναι η πρόγνωση και μόνο η ηλικία και η παρουσία διηθητικών εμφυτεύσεων επηρεάζουν την πρόγνωση.

Δεν έχει βρεθεί στατιστικά σημαντική διαφορά στην επιβίωση μεταξύ ορώδους ή βλεννώδους ιστολογικού τύπου. Βέβαια οι βλεννώδεις όγκοι είναι πιο συχνά σταδίου Ι και είναι ιδιαίτερα σπάνια η ανεύρεση εξω-ωοθηκικής νόσου.

Οι Gershenson και συνεργάτες αναφέρουν ότι οι παρακάτω παράγοντες δεν έχουν καμία επίδραση στη συνολική επιβίωση των ασθενών:

Τα επίπεδα του δείκτη Ca-125 δεν βοηθούν στη διάγνωση ή την παρακολούθηση ασθενών με όγκους οριακής κακοήθειας, αλλά μπορούν να αποτελέσουν μια προεγχειρητική ένδειξη για το είδος του όγκου.